κοπίδερμος

κοπίδερμος
κοπίδερμος, -ον (ΑM)
μσν.
(για δούλο) αυτός που έχει υποστεί *περιτομή
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ό κοπίδερμος
άτομο άξιο μαστιγώματος, δούλος, μαστιγίας*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοπίς + δέρμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κοπίδερμος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοπιδέρμου — κοπίδερμος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα …   Dictionary of Greek

  • κοπιδερμία — κοπιδερμία, ἡ (Μ) [κοπίδερμος] (για δούλους) η περιτομή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”